- ἔφραζε
- φράζωpoint outimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek
παραπλασμός — ὁ, Α [παραπλάσσω] 1. μεταβολή τού γραμματικού τύπου 2. ο κηρός που έφραζε τις οπές αυλού … Dictionary of Greek
ακύλιστος — η, ο αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν μπορεί να κυλιστεί: Η πέτρα που έφραζε την πόρτα της σπηλιάς ήταν ακύλιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)